κορυμβοειδής

κορυμβοειδής
κορυμβο-ειδής, ές,
A clustered, Dsc.3.24.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κορυμβοειδής — κορυμβοειδής, ές (Α) [κόρυμβος] κορυμβώδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυμβος + ειδής (< είδος)] …   Dictionary of Greek

  • κορυμβοειδῆ — κορυμβοειδής clustered neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κορυμβοειδής clustered masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κορυμβοειδής clustered masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυμβοειδές — κορυμβοειδής clustered masc/fem voc sg κορυμβοειδής clustered neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρυμβος — Το ακρότατο σημείο βουνού καθώς και πλοίου (ακροστόλιο)· επίσης, ο γυναικείος κότσος. (Αστρον.) Βλ. λ. άπηξ. (Βοταν.) Ένας από τους τύπους των βοτρυωδών (μονοποδιακών) ταξιανθιών των φυτών, όπου οι μίσχοι των χαμηλότερων στον βλαστό λουλουδιών ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”